- άργασμα
- το1. η κατεργασία του δέρματος2. η καλλιέργεια της γης, το όργωμα3. εργασία, κόπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άργασμα — το, ατος κατεργασία δέρματος, ξυλοδαρμός: Δεν τέλειωσαν ακόμη το άργασμα των τομαριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
κατεργασία — η (Α κατεργασία) [κατεργάζομαι] 1. η προσεκτική επεξεργασία ενός πράγματος, το δούλεμα ή το άργασμα ενός υλικού για να κατασκευαστεί κάτι από αυτό («α. χημική κατεργασία τών μετάλλων» β. «κατεργασμένα δέρματα» γ. «κατεργασία ἀργυρίου», Πολ.) 2. η … Dictionary of Greek
δέψη — η η επεξεργασία, το άργασμα του δέρματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξεργασία — η 1. επιμελημένη επεξεργασία, κατεργασία, δούλεμα, άργασμα. 2. (ιατρ.), το σύνολο των εξελικτικών φαινομένων νοσηρής κατάστασης, λειτουργικής ή ανατομικής. 3. (βιολ.), το σύνολο των φυσικοχημικών εργασιών που γίνονται σε ζωντανό οργανισμό για την … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)